- Τέλλου
- Τέλλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέλλου — τέλλω accomplish pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) τέλλω accomplish aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) τέλλω accomplish imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρί — (Uri). Ομόσπονδο καντόνι (1.076 τ. χλμ., περ. 34 000 κατ.) της κεντρικής Ελβετίας. Οι κάτοικοί του μιλούν τη γερμανική γλώσσα και ανήκουν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία. Πρωτεύουσα είναι η Άλτντορφ (8200 κάτ.), στη δεξιά όχθη του Ρόυς, όχι μακριά από … Dictionary of Greek
Άγρας, Τέλλος — (Καλαμπάκα 1899 – Αθήνα 1944).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και κριτικού Ευαγγέλου Ιωάννου. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Εντάσσεται στην ομάδα των ποιητών που, καθώς γεννήθηκαν μετά το 1890, είχαν χάσει την πίστη της… … Dictionary of Greek
Δετζώρτζης, Νάσος — (Κέρκυρα 1911 –). Επιμελητής εκδόσεων και λογοτέχνης. Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως γραμματέας του περιοδικού Νέα Εστία και στη συνέχεια, ως υπάλληλος της… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Καψάλης, Γεώργιος — (Αγία Μαρίνα Θεσπρωτίας 1954 –).Εκπαιδευτικός, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο Μπόχουμ της Γερμανίας, όπου αναγορεύθηκε και διδάκτορας.… … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
Ροσίνι, Τζοοκίνο — (Rossini, Πέζαρο 1792 – Πασί, Παρίσι 1868). Ιταλός συνθέτης. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια έφυγε από το Πέζαρο και άρχισε στη Μπολόνια τις μουσικές του σπουδές, τις οποίες συνέχισε αργότερα (1802 04) στο Λούγκο της Ρομάνια, στη σχολή του ιερέα… … Dictionary of Greek